- μπάρμπεκιου
- τοάκλ.1. ψήσιμο στη σχάρα2. κοινωνική συγκέντρωση στην ύπαιθρο κατά την οποία ψήνονται κρέατα στη σχάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barbecue «σχάρα» < αμερικανοϊσπαν. barbacoa].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζάκι — Χώρος, που χρησιμοποιείται για την καύση ξύλων με σκοπό τη θέρμανση και ο οποίος αποτελείται από την εστία, τον καπναγωγό και το τμήμα της καπνοδόχου, που βρίσκεται κάτω από τη στέγη. Το τ. εμφανίζεται στις πατροπαράδοτες μορφές του κατά τον… … Dictionary of Greek
τζακί — Χώρος, που χρησιμοποιείται για την καύση ξύλων με σκοπό τη θέρμανση και ο οποίος αποτελείται από την εστία, τον καπναγωγό και το τμήμα της καπνοδόχου, που βρίσκεται κάτω από τη στέγη. Το τ. εμφανίζεται στις πατροπαράδοτες μορφές του κατά τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek